ραδιοθεραπευτικός

ραδιοθεραπευτικός
-ή, -ό, Ν [ραδιοθεραπεία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοθεραπεία.
επίρρ...
ραδιοθεραπευτικώς και ραδιοθεραπευτικά Ν
με ραδιοθεραπεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”